- ενστασιολόγος
- οαυτός που υποβάλλει αλλεπάλληλες ενστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ένστασις + -λόγος < λέγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ενστασιολογία — η 1. λόγος για ενστάσεις 2. υποβολή επανειλημμένων ενστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενστασιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ενστασιολογώ — έω κάνω κατάχρηση τού δικαιώματος να υποβάλλω ενστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενστασιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek